- συμβουλεύω
- ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», Ηρόδ.γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, μηδὲ συμβούλευ' ἔτι», Σοφ.)2. μέσ. συμβουλεύομαιζητώ ή δέχομαι συμβουλή από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τόν συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῑν τοῡτο, αὐτίκα συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», Ηρόδ.)νεοελλ.προτρέπω, παρακινώ («κακώς τόν συμβούλεψε να ενεργήσει έτσι βιαστικά»)μσν.-αρχ.μέσ. αποφασίζω σε συμβούλιο (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῡν δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔβ. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)αρχ.μέσ.1. συζητώ με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους μετὰ σοῡ», Αριστοφ.)2. συνάπτω συμφωνία, συμβόλαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + βουλεύω «σκέπτομαι, αποφασίζω» (< βουλή «σκέψη»)].
Dictionary of Greek. 2013.